αὐτόμολος

αὐτόμολος
αὐτόμολ-ος, ον,
A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly,
2 as Subst., deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.;

παρά τινος X.An.1.7.2

;

γυνὴ αὐ. Hdt.9.76

. Adv.

-λως

treacherously,

S.Fr.691

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐτόμολος — going of oneself masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτόμολος — η, ο (AM αὐτόμολος, ον) (ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους αρχ. Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος II. επίρρ. αὐτομόλως προδοτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + (θ.) μολ , έμολον, αόρ. β του… …   Dictionary of Greek

  • αυτόμολος — η, ο αυτός που αφήνει τη θέση του στο στρατό και προσχωρεί στον εχθρό, ή απαρνιέται την ιδεολογία του και προσχωρεί στην αντίθετή της: Οι αυτόμολοι περιφρονούνται από εχθρούς και φίλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτομόλως — αὐτόμολος going of oneself adverbial αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτόμολον — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc sg αὐτόμολος going of oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλοις — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλοισι — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλου — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλους — αὐτόμολος going of oneself masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλων — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”